Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

) δύσκολα (

  • 1 δύσκολα

    [дискола] εκίρ. с трудом,трудно,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δύσκολα

  • 2 трудно

    трудно 1. нареч. δύσκολα· очень \трудно πολύ δύσκολα 2. предик.: это очень \трудно тебе понять είναι πολύ δύσκολο να καταλάβεις
    * * *
    1. нареч.

    о́чень тру́дно — πολύ δύσκολα

    2. предик.

    э́то о́чень тру́дно тебе́ поня́ть — είναι πολύ δύσκολο να καταλάβεις

    Русско-греческий словарь > трудно

  • 3 едва

    едва μόλις (лишь только ) δύσκολα (с трудом) ◇ \едва не... παραλίγο να...' \едва ли μάλλον όχι, είναι αμφίβολο
    * * *
    ••

    едва́ не... — παραλίγο να…

    едва́ ли — μάλλον όχι, είναι αμφίβολο

    Русско-греческий словарь > едва

  • 4 очень

    очень πολύ· \очень трудно πολύ δύσκολα· \очень много πάρα πολύ
    * * *

    о́чень тру́дно — πολύ δύσκολα

    о́чень мно́го — πάρα πολύ

    Русско-греческий словарь > очень

  • 5 трудно

    трудно
    нареч
    1. δύσκολα:
    очень \трудно πολύ δύσκολα, δυσκολώτατα·
    2. предик безл:
    это очень \трудно понять εἶναι δύσκολο νά καταλάβεις· ей \трудно приходится δυσκολεύεται, βρίσκεται σέ δυσκολία.

    Русско-новогреческий словарь > трудно

  • 6 трудно

    1. επίρ. δύσκολα, δυσχερώς, χαλεπώς, κοπιαστικά, με κόπο.
    2. ως κατηγ. είναι δύσκολα•

    ей трудно с большой семьй της είναι δύσκολο με μεγάλη οικογένεια.

    Большой русско-греческий словарь > трудно

  • 7 тянуть

    тяну, тянешь, μτχ. ενστ. тянущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тянутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.δ.
    1. τραβώ (προς τον εαυτό μου)•

    тянуть ве-рвку τραβώ την τριχιά•

    тянуть за руку τραβώ από το χέρι.

    2. τεντώνω• απλώνω•

    тянуть руку απλώνω το χέρι•

    тянуть бельевую вервку через двор τεντώνω το σχοινί των ρούχων στην αυλή.

    || κατευθύνομαι, τείνω προς. || τοποθετώ, βάζω•, тянуть трубопровод τοποθετώ σωληνωτό αγωγό. || διαστέλλω•

    тянуть провод τεντώνω το καλώδιο•

    тянуть кожу τεντώνω το δέρμα.

    || κατασκευάζω (σύρμα, σωλήνες, μεταλλικές ίνες).
    3. μ. έλκω•

    пароход -ет баржу το ατμόπλοιο τραβά τη μαούνα•

    трактор -ет сеялку το τραχτέρ τραβάτη σπαρτική μηχανή.

    || κατευθύνομαι, πηγαίνω.
    4. κάνω βαριά δουλειά•

    одни -ут всё, а другие ничего μερικοί τα τραβάνε όλα, και μερικοί δεν κάνουν τίποτε.

    || διατρέφω•

    вдова -ет троих детей η χήρα με δυσκολία διατρέφει τα τρία παιδιά.

    || βοηθώ•

    тянуть слабого ученика βοηθώ τον αδύνατο μαθητή.

    5. παλ. • είμαι φόρου υποτελής, πληρώνω φόρο.
    6. μ. παίρνω•

    тянуть труга в кино παίρνω το φίλο στον κινηματογράφο•

    тянуть братишку купаться παίρνω το αδερφάκι να κολυμπήσει.

    || μτφ. οδηγώ. || ενάγω• καλώ•

    тянуть в суд τραβώ στο δικαστήριο•

    тянуть к ответу καλώ να δόσει λόγο.

    7. προσελκύω•

    меня -ет за город με τραβάει η εξοχή•

    его -ет природа τον τραβάει η φύση.

    8. τείνω, έχω τάση•

    -ет ко сну νυστάζω•

    тянуть к рвоте έχω τάση για εμετώ.

    9. βγάζω•

    тянуть невод τραβώ το αλιευτικό δίχτυ•

    тянуть карту из колоды τραβώ χαρτί από την τράπουλα•

    тянуть жребий τραβώ κλήρο.

    10. αναρροφώ•

    насос -ет воду η αντλία τραβά το νερό.

    || πίνω• ρουφώ•

    тянуть вино τραβώ κρασί.

    || καπνίζω, φουμάρω•

    тянуть папироску τραβώ τσιγάρο.

    11. παίρνω συνεχώς, αποσπώ, απομυζώ•

    тянуть деньги τραβώ χρήματα.

    12. κλέβω. || πετώ•

    журавли -ут в небо οι γερανοί πετούν στον ουρανό.

    || (για καπνοδόχο)• τραβώ• βγάζω (τον καπνό).
    13. (για σκολόπακα) • βατεύω. || (για σμήνος πτηνών)• πετώ.
    14. φυσώ, πνέω•

    с моря -еш лёгкий бриз από τη θάλασσα πνέει ελαφρά αύρα.

    || φέρω, παρασύρω•

    ветер -ет запах сена ο άνεμος φέρει τη μυρουδιά χόρτου.

    || απρόσ. έρχομαι, διαδίδομαι•

    -ет гарью έρχεται μυρουδιά κάψας (τσίκνας)•

    -ет холод от окна έρχεται κρύο από το παράθυρο•

    -ет жаром έρχεται ζέστη.

    15. βραδύνω, καθυστερώ, παρελκύω, τρενάρω•

    тянуть с ответом καθυστερώ την απάντηση.

    || συνεχίζω, εξακολουθώ•

    тянуть борьбу дальше немыслимо η συνέχιση του αγώνα παραπέρα δεν έχει νόημα.

    16. παρατραβώ, παρατείνω, παρελκύω (για φωνή, ομιλία, τραγούδι κ.τ.τ.).
    17. είμαι βαρύς•

    ящик -ет десять килограммов το κιβώτιο, τραβάει (σηκώνει) δέκα κιλά.

    || βαρύνω, κρεμώ, λυγίζω•

    груши -ут ветки вниз τα αχλάδια (με το βάρος τους) λυγίζουν τα κλαδιά•

    18. σφίγγω, πιέζω•

    тяжлый мешок -ет плечи το βαρύ τσουβάλι πιέζει τους ώμους•

    рубашка у меня -ет плечи το πουκάμισο τραβάει στους ώμους.

    εκφρ.
    тянуть время – βραδύνω, καθυστερώ•
    тянуть жилы – κατεξαντλώ, καταπονώ• ξεπατώνω στη δουλειά•
    тянуть чью руку ή сторону – δίνω χέρι βοήθειας• παίρνω το μέρος κάποιου•
    тянуть за душуκ. тянуть душу из кого α) βγάζω την ψυχή κάποιου (βασανίζω, κατατυραννώ), β) ενοχλώ πολύ, πρήζω το συκώτι•
    тянуть за язык кого – υποχρεώνω να μιλήσει, λύνω το γλωσσοδέτη κάποιου•
    кто тебя за язык -ул? – ποιος σε ανάγκασε να μιλήσεις; (για κάτι ανεπίτρεπτο να λεχθεί).
    1. εντείνομαι, τεντώνω, -ομαι•

    резина -ется το λάστιχο τεντώνει•

    кожа -ется το δέρμα τεντώνει.

    || εκτείνομαι•

    за рекой -лись холмы πέρα από το ποτάμι εκτείνονταν λόφοι.

    2. (για σώμα) τεντώνομαι• προ•

    тянуть снулся он и-ется ξύπνησε αυτός και τεντώνεται.

    3. στρέφω, γυρίζω•

    цветок -ется к солнцу το λουλούδι στρέφει προς τον ήλιο.

    4. με τραβάει, με ελκύει•

    тянуть к деревню με τρα• тянутьβάει το χωριό.

    5. έχω, βάζω (για) σκοπό• επιδιώκω να γίνω. || στέκομαι κόκκαλο, κλαρίνο, σούζα (μπροστά στο διοικητή, στον ανώτερο).
    6. σύρομαι, σέρνομαι. || ακολουθώ• έπομαι. || αφήνω (για ίχνη). || πηγαίνω, κινούμαι κατά φάλαγγα, διαδοχικά.
    7. διαδίδομαι• διαρκώ, συνεχίζομαι, εξακολουθώ.
    8. εξασφαλίζω δύσκολα τα προς του ζειν, τα βολεύω δύσκολα.
    9. διατείνομαι, εντείνω τις προσπάθειες, τις δυνάμεις. || βλ. κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > тянуть

  • 8 сложно

    πολύπλοκα, περίπλοκα, δύσκολα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сложно

  • 9 болезненно

    болезненн||о
    нареч
    1. ὀδυνηρά [-ῶς], ἀλγεινά [-ῶς];
    2. перен δύσκολα [-ως], δυσχερώς.

    Русско-новогреческий словарь > болезненно

  • 10 исключительно

    исключительн||о
    нареч
    1. ἀποκλειστι-κά [-ῶς] / μόνον, μονάχα (только)·
    2. (необыкновенно) ἐξαιρετικά, πάρα πολύ:
    \исключительно тру́дно ἐξαιρετικά δύσκολα.

    Русско-новогреческий словарь > исключительно

  • 11 недешево

    недешево
    нареч
    1. ἀκριβά·
    2. трен. δύσκολα:
    это ему́ \недешево досталось τό κατόρθωσε μέ μεγάλη δυσκολία.

    Русско-новогреческий словарь > недешево

  • 12 сложно

    сложно
    1. нареч πολύπλοκα, δύσκολα·
    2. предик безл:
    это о́чень \сложно εἶναι πολύ πολύπλοκο.

    Русско-новогреческий словарь > сложно

  • 13 туго

    ту́г||о
    1. нареч σφιχτά/ γεμάτα, παραγεμισμένα, φουσκωμένα (плотно):
    \туго набитый кошелек τό γεμδτο πουγγί·
    2. нареч (с трудом) δύσκολα, δυσκόλως, μέ κόπο, μέ ζόρι:
    работа подвигается \туго ἡ δουλειά προχωρεί μέ δυσκολία·
    3. предик безл (плохо):
    мне приходится \туго τά βρίσκω σκοῦρα, τά βρίσκω μπαστούνια· с деньгами у меня сеи́час очень \туго εἶμαι πολύ στενοχωρημένος οἰκονο-μικά.

    Русско-новогреческий словарь > туго

  • 14 тяжело

    тяжело
    1. нареч· прям., перен βαρειά, δύσκολα βαρέως·
    2. нареч (серьезно) σοβαρά, σοβαρως, βαρειά:
    он \тяжело болей εἶναι βαρειά ἄρρωστος·
    3. предик безл:
    мне \тяжело αίσθάνομαι ἄσχημα· мне \тяжело это поднимать μοῦ εἶναι δύσκολο νά τό σηκώσω· у меня \тяжело на душе ἔχω ἕνα βάρος στήν καρδιά.

    Русско-новогреческий словарь > тяжело

  • 15 сложно

    [σλόζνα] επίρ. δύσκολα, πολύπλοκα

    Русско-греческий новый словарь > сложно

  • 16 трудно

    [τρούντνα] εκίρ. δύσκολα

    Русско-греческий новый словарь > трудно

  • 17 сложно

    [σλόζνα] επίρ δύσκολα, πολύπλοκα

    Русско-эллинский словарь > сложно

  • 18 трудно

    [τρούντνα] επίρ δύσκολα

    Русско-эллинский словарь > трудно

  • 19 безвременье

    ουδ.
    παλ. χρόνια δίσεκτα, δύσκολα χρόνια, χαλεποί καιροί. || μαρασμός, καιροί κοινωνικής και πολιτιστικής στασιμότητας.

    Большой русско-греческий словарь > безвременье

  • 20 вершить

    -шу, -шишь ρ.δ. ц.
    1. λύνω, λύω•

    трудные вопросы λύνω δύσκολα ζητήματα.

    2. διαχειρίζομαι, διευθύνω, ρυθμίζω•

    вершить судьбами ρυθμίζω τις τύχες.

    3. κορυφώνω, υψώνω•

    вершить стог κορυφώνω, φτιάχνω τήν κορυφή της θημωνιάς•

    -дом χτίζω την κορυφή (την τελευταία σειρά) του σπιτιού.

    1. διεξάγομαι, γίνομαι, πραγματοποιούμαι•

    дела -атся и без него οι δουλιές γίνονται και χωρίς αυτόν.

    2. κορυφώνομαι, υψώνομαι ως την κορυφή.

    Большой русско-греческий словарь > вершить

См. также в других словарях:

  • δύσκολα — δύσκολος hard to satisfy with food neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δύσκολ' — δύσκολα , δύσκολος hard to satisfy with food neut nom/voc/acc pl δύσκολε , δύσκολος hard to satisfy with food masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκατέργαστος — η, ο (AM δυσκατέργαστος, ον) αυτός που δύσκολα μπορεί να υποστεί επεξεργασία μσν. (για τόπο ή οχυρό) αυτός που δύσκολα ανέχεται κατοχή, ο δυσκολοκυβέρνητος αρχ. 1. (για καρπό) αυτός που ωριμάζει αργά 2. αυτός που χωνεύεται δύσκολα 3. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • δύσκαμπτος — η, ο (AM δύσκαμπτος, ον) 1. αυτός που λυγίζει δύσκολα («δύσκαμπτος σίδηρος») 2. αυτός που δύσκολα προσαρμόζεται («δύσκαμπτος χαρακτήρας») 3. αυτός που δύσκολα καταβάλλεται («την δύσκαμπτον δύναμιν τοῡ ἵππου») αρχ. αυτός που δύσκολα παρακάμπτεται… …   Dictionary of Greek

  • δύσλυτος — η, ο (AM δύσλυτος, ον) 1. αυτός που λύνεται δύσκολα («δύσλυτα δεσμά») 2. αυτός για τον οποίο δύσκολα βρίσκεται λύση («δύσλυτο πρόβλημα») αρχ. 1. αυτός που δύσκολα εξαφανίζεται («ἄκος τῶν δυσλύτων πόνων», Ευρ.) 2. όποιος δύσκολα αναιρείται ή… …   Dictionary of Greek

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • δυσανάκλητος — δυσανάκλητος, ον (AM) αυτός που δύσκολα ανακαλείται, συγκρατείται, αναχαιτίζεται αρχ. 1. αυτός τον οποίο δύσκολα τόν συγκεντρώνει κανείς 2. δυσθεράπευτος 3. εκείνος που δύσκολα ξαναποκτά την καλή του διάθεση …   Dictionary of Greek

  • δυσαπολόγητος — δυσαπολόγητος, ον (Α) 1. αυτός που δύσκολα μπορεί να δικαιολογηθεί ή να τόν υπερασπίσουν 2. αυτός στον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να απαντήσει 3. αυτός που δύσκολα ερμηνεύεται, δυσερμήνευτος …   Dictionary of Greek

  • δυσαπόδοτος — η, ο (AM δυσαπόδοτος, ον) αυτός που δύσκολα αποδίδεται ή ορίζεται («δυσαπόδοτες έννοιες») νεοελλ. 1. (για χρήματα ή πράγματα) αυτός που δύσκολα αποδίδεται ή επιστρέφεται 2. (για καλή πράξη) αυτός που δύσκολα ανταποδίδεται …   Dictionary of Greek

  • δυσδιάθετος — η, ο (AM δυσδιάθετος, ον) αυτός που δύσκολα διατίθεται, τοποθετείται («δυσδιάθετα κεφάλαια») αρχ. 1. αυτός που δύσκολα κατατάσσεται ή τακτοποιείται 2. (για γυναίκα) αυτή που δύσκολα αποκαθίσταται …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»